- μολυρίς
- μολυρίς, -ίδος, ἡ (Α)βλ. μολουρίς.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μολυρίς — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μολυρίδας — μολυρίς fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μολυρίδος — μολυρίς fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μολουρίς — και, κατά το λεξ. Σούδα, μολυρίς, ίδος, ἡ (Α) 1. είδος ακρίδας 2. (κατά τον Ησύχ.) α) «μολουρίδες βατραχίδες καὶ τῶν σταχύων τὰ γόνατα» β) «μολουρίς αἰδοῑον κολοβὴ λόγχη ἢ μόλις οὐρῶν». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με το μόλουρος*] … Dictionary of Greek